- επήβολος
- ἐπήβολος, -ον (AM)1. γνώστης, ενήμερος2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ.β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ' ἐρετάων», Ομ. Οδ.)3. αρμόδιος, κατάλληλοςαρχ.1. ικανός, επιδέξιος2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να φθάσει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βόλος (< βάλλω). Το -η- αναλογικά προς το επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.